ανασκούμπωμα

ανασκούμπωμα
το, -ατος
το να ανασκουμπώνεται κανείς, να καταπιάνεται πρόθυμα με τη δουλειά: Η δουλειά αυτή για να βγει πέρα θέλει ανασκούμπωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακόμπωμα — ἀνακόμπωμα, το (Μ) [ἀνακομπώνω] ανασήκωμα τών μανικιών, ανασκούμπωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεμπράτσωμα — το [ξεμπρατσώνομαι] το αποτέλεσμα τού ξεμπρατσώνομαι, ξεμανίκωμα, ανασκούμπωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεμπράτσωμα — το, ατος το ξεγύμνωμα των μπράτσων, αλλ. ανασκούμπωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”